κεμπράχο

κεμπράχο
το
τοπική ονομασία δέντρων τής τροπικής Αμερικής και εμπορική ονομασία τής ξυλείας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quebracho, δ. τ. τού αμερικανοϊσπαν. quiebracha < quiebra- «σπάει» (γ' πρόσ. τού quebrar «σπάζω» < λατ. crepare «χτυπώ, κροταλίζω») + hacha «τσεκούρι» < γαλλ. hache].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεψικά εκχυλίσματα — Φυτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία και στην υφαντουργική. Παρασκευάζονται από κατάλληλη φυτική ύλη, όπως σουμάκ, ντίβι ντίβι, κεμπράχο, η οποία βράζει σε νερό και στη συνέχεια το εκχύλισμά της συμπυκνώνεται σε κενό. Το στερεό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”